émail
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
émaal | émaaux |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
émail (fr) αρσενικό
- το σμάλτο
Δείτε επίσης : email, e-mail, E-mail |
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
émaal | émaaux |
émail (fr) αρσενικό