œnologique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.nɔ.lɔ.ʒik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
œnologique | œnologiques |
œnologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
œnologique | œnologiques |
œnologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό