public: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Interwicket (συζήτηση | συνεισφορές)
μ iwiki +fa:public
Interwicket (συζήτηση | συνεισφορές)
μ iwiki +my:public
Γραμμή 43: Γραμμή 43:
[[lt:public]]
[[lt:public]]
[[ml:public]]
[[ml:public]]
[[my:public]]
[[nl:public]]
[[nl:public]]
[[pl:public]]
[[pl:public]]

Αναθεώρηση της 07:33, 27 Οκτωβρίου 2010

Αγγλικά (en)

Επίθετο

public (en)

  1. δημόσιος
  2. public opinion: η κοινή γνώμη

Ουσιαστικό

public (en)

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

public (fr) αρσενικό

Le public était enthousiaste. Το κοινό ήταν ενθουσιασμένο.

Επίθετο

public (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Le secteur public. Ο δημόσιος τομέας.