βρόχος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg |
||
Γραμμή 62: | Γραμμή 62: | ||
[[en:βρόχος]] |
[[en:βρόχος]] |
||
[[mg:βρόχος]] |
Αναθεώρηση της 10:25, 21 Σεπτεμβρίου 2012
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βρόχος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
βρόχος αρσενικό
- κόμπος στην άκρη ενός σχοινιού, ώστε να σφίγγει κάτι .
- Αυτοκτόνησε κάνοντας βρόχο με το καλώδιο της σόμπας.
- Πρότυπο:πληροφ σύνολο εντολών προγραμματισμού που επαναλαμβάνονται κυκλικά μέχρι να ικανοποιηθεί μια συνθήκη
Μεταφράσεις
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «βροχοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'βρόχοσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'βρόχος'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «βροχοσ».