γενικεύομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < παθητική φωνή του γενικεύω ==={{ρήμα|el}}=== '''{{PAGENAME}}'''{{el-ρήμα|...
 
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 59: Γραμμή 59:
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{κλείδα ταξινόμησης|γενικευομαι}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 13:02, 23 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γενικεύομαι < παθητική φωνή του γενικεύω

Ρήμα

γενικεύομαι, πρτ.: γενικευόμουν, στ.μέλλ.: θα γενικευτώ, αόρ.: γενικεύτηκα, μτχ.π.π.: γενικευμένος

  1. ξεκινώντας από κάτι μερικό επεκτείνομαι σε ένα ευρύτερο σύνολο
    τα τελευταία χρόνια γενικεύτηκε η χρήση του κινητού τηλεφώνου


Μεταφράσεις