vieux: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ robot Adding: fi:vieux |
μ Ρομπότ: Προσθήκη: sd:vieux |
||
Γραμμή 33: | Γραμμή 33: | ||
[[pt:vieux]] |
[[pt:vieux]] |
||
[[ru:vieux]] |
[[ru:vieux]] |
||
[[sd:vieux]] |
|||
[[zh:vieux]] |
[[zh:vieux]] |
Αναθεώρηση της 00:26, 7 Μαρτίου 2007
vieux (πριν απο σύμφωνο) vieil (πριν απο φωνήεν) vieille (στο θηλυκό)
Un vieux loup. Ένας γέρικος λύκος.
Un vieux, une vieille. Ένας γέρος, μια γριά.
Un vieil ami. Ένας παλιός φίλος.