Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 3:
Γραμμή 3:
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ }} [[ἀκριβολογέομαι]]-ἀκριβολογοῦμαι
==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}'''
# μιλώ με σαφήνεια, αναλυτικά, δεν αφήνω περιθώριο να παρερμηνευθούν τα λεγόμενά μου με [[αοριστολογία|αοριστολογίες]], δεν λέω τίποτα λιγότερο και τίποτα παραπάνω από αυτό που πρέπει για να γίνει ξεκάθαρο το νόημα, [[κυριολεκτώ]]
# {{λείπει ο ορισμός}}
#:''Τα χάσατε,ε; Νομίζετε ότι τα παραλέω. Εγώ όμως '''ακριβολογώ''' -όπως σας τα' πα γίνανε τα πράματα''
===={{κλίση}}====
===={{κλίση}}====
Αναθεώρηση της 19:23, 4 Ιουνίου 2013
Ετυμολογία
ακριβολογώ < αρχαία ελληνική ἀκριβολογέομαι -ἀκριβολογοῦμαι
Ρήμα
ακριβολογώ
μιλώ με σαφήνεια, αναλυτικά, δεν αφήνω περιθώριο να παρερμηνευθούν τα λεγόμενά μου με αοριστολογίες , δεν λέω τίποτα λιγότερο και τίποτα παραπάνω από αυτό που πρέπει για να γίνει ξεκάθαρο το νόημα, κυριολεκτώ
Τα χάσατε,ε; Νομίζετε ότι τα παραλέω. Εγώ όμως ακριβολογώ -όπως σας τα' πα γίνανε τα πράματα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
απρόσωπες εγκλίσεις
απαρέμφατο (αόριστος)
ακριβολογήσει
μετοχή (ενεστώτας)
ακριβολογώντας
προσωπικές εγκλίσεις
πρόσωπο
ενικός
πληθυντικός
πρώτο
δεύτερο
τρίτο
πρώτο
δεύτερο
τρίτο
οριστική
εγώ
εσύ
αυτός
εμείς
εσείς
αυτοί
μονολεκτικοί χρόνοι
ενεστώτας
ακριβολογώ
ακριβολογείς
ακριβολογεί
ακριβολογούμε
ακριβολογείτε
ακριβολογούν
παρατατικός
ακριβολογούσα
ακριβολογούσες
ακριβολογούσε
ακριβολογούσαμε
ακριβολογούσατε
ακριβολογούσαν
αόριστος
ακριβολόγησα
ακριβολόγησες
ακριβολόγησε
ακριβολογήσαμε
ακριβολογήσατε
ακριβολόγησαν
περιφραστικοί χρόνοι
εξακολουθητικός μέλλοντας
θα ακριβολογώ
θα ακριβολογείς
θα ακριβολογεί
θα ακριβολογούμε
θα ακριβολογείτε
θα ακριβολογούν
στιγμιαίος μέλλοντας
θα ακριβολογήσω
θα ακριβολογήσεις
θα ακριβολογήσει
θα ακριβολογήσουμε
θα ακριβολογήσετε
θα ακριβολογήσουν
παρακείμενος α'
έχω ακριβολογήσει
έχεις ακριβολογήσει
έχει ακριβολογήσει
έχουμε ακριβολογήσει
έχετε ακριβολογήσει
έχουν ακριβολογήσει
παρακείμενος β'
-
-
-
-
-
-
υπερσυντέλικος α'
είχα ακριβολογήσει
είχες ακριβολογήσει
είχε ακριβολογήσει
είχαμε ακριβολογήσει
είχατε ακριβολογήσει
είχαν ακριβολογήσει
υπερσυντέλικος β'
-
-
-
-
-
-
συντελεσμένος μέλλοντας α'
θα έχω ακριβολογήσει
θα έχεις ακριβολογήσει
θα έχει ακριβολογήσει
θα έχουμε ακριβολογήσει
θα έχετε ακριβολογήσει
θα έχουν ακριβολογήσει
συντελεσμένος μέλλοντας β'
-
-
-
-
-
-
υποτακτική
εγώ
εσύ
αυτός
εμείς
εσείς
αυτοί
περιφραστικοί χρόνοι
ενεστώτας
να ακριβολογώ
να ακριβολογείς
να ακριβολογεί
να ακριβολογούμε
να ακριβολογείτε
να ακριβολογούν
αόριστος
να ακριβολογήσω
να ακριβολογήσεις
να ακριβολογήσει
να ακριβολογήσουμε
να ακριβολογήσετε
να ακριβολογήσουν
παρακείμενος α'
να έχω ακριβολογήσει
να έχεις ακριβολογήσει
να έχει ακριβολογήσει
να έχουμε ακριβολογήσει
να έχετε ακριβολογήσει
να έχουν ακριβολογήσει
παρακείμενος β'
-
-
-
-
-
-
προστακτική
-
(εσύ)
-
-
(εσείς)
-
μονολεκτικοί χρόνοι
ενεστώτας
ακριβολόγει
ακριβολογείτε
αόριστος
ακριβολόγησε
ακριβολογήστε
Μεταφράσεις