σαφήνεια: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
μ απλοποίηση προτ. κλίσης |
||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
{{προσχέδιο}} |
{{προσχέδιο}} |
||
{{el-κλίσ-'θάλασσα' |
{{el-κλίσ-'θάλασσα'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}} |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}} |
Αναθεώρηση της 10:03, 31 Ιουλίου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σαφήνεια < αρχαία ελληνική σαφήνεια
Ουσιαστικό
σαφήνεια θηλυκό
- η ιδιότητα ενός νοήματος να είναι καθαρό και κατανοητό
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
σαφήνεια < σάφα
Ουσιαστικό
σαφήνεια θηλυκό