ἐντερεπιπλοκήλη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
συγγ |
μ τυπο |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{επέκταση |
{{επέκταση}} |
||
=={{-grc-}}== |
=={{-grc-}}== |
||
{{grc-κλίσ-'γνώμη'}} |
{{grc-κλίσ-'γνώμη'}} |
Αναθεώρηση της 05:49, 3 Μαΐου 2020
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἐντερεπιπλοκήλη < ἐντερ- + ἐπιπλοκήλη
Ουσιαστικό
ἐντερεπιπλοκήλη θηλυκό
- Πρότυπο:ιατρική κήλη (στον Γαληνό)
Συγγενικά
- ἐντεροκήλη
- ἐντεροκηλήτης
- → και δείτε τις λέξεις ἔντερον και κήλη