ἐντερεπιπλοκήλη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
{{ελνστκ}} |
μ pwb.py replace αντικατάσταση {{Β: με{{Π: |
||
Γραμμή 15: | Γραμμή 15: | ||
==={{πηγές}}=== |
==={{πηγές}}=== |
||
* {{ |
* {{Π:ΛΟΓΕΙΟΝ}} |
||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 21:19, 27 Ιουλίου 2020
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἐντερεπιπλοκήλη < ἐντερ- + ἐπιπλοκήλη
Ουσιαστικό
ἐντερεπιπλοκήλη θηλυκό(ελληνιστική κοινή)
- Πρότυπο:ιατρική κήλη (στον Γαληνό)
Συγγενικά
- ἐντεροκήλη
- ἐντεροκηλήτης
- → και δείτε τις λέξεις ἔντερον και κήλη
Πηγές
- ἐντερεπιπλοκήλη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.