battée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
battée | battées |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
battée (fr) θηλυκό
- τμήμα του κουφώματος μιας πόρτας πάνω στο οποίο αυτή χτυπά όταν την κλείνουμε
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη battre