continual
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
continual (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)
- συνεχής, που επαναλαμβάνεται πολλές φορές με τρόπο που είναι ενοχλητικό
- ↪ The continual trips tired him.
- Τα συνεχή ταξίδια τον κούρασαν.
- ↪ The continual trips tired him.
- συνεχής, χωρίς διακοπή
- ↪ a week of continual snowfall - μια βδομάδα συνεχών χιονοπτώσεων
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη continuous