continual

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

continual (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  1. συνεχής, που επαναλαμβάνεται πολλές φορές με τρόπο που είναι ενοχλητικό
    The continual trips tired him.
    Τα συνεχή ταξίδια τον κούρασαν.
  2. συνεχής, χωρίς διακοπή
    a week of continual snowfall - μια βδομάδα συνεχών χιονοπτώσεων
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη continuous

Πηγές[επεξεργασία]