incurable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
incurable (en) (χωρίς παραθετικά)
- ανίατος, αγιάτρευτος, αθεράπευτος, που δεν θεραπεύεται
- ↪ Modern medicine cures diseases which were once considered incurable.
- Η σύγχρονη ιατρική θεραπεύει αρρώστιες που κάποτε τις θεωρούσαν ανίατες.
- ↪ an incurable disease - αγιάτρευτη/αθεράπευτη αρρώστια
- ↪ Modern medicine cures diseases which were once considered incurable.
- αθεράπευτος, που δεν μπορεί να αλλάξει
- ↪ He's an incurable romantic.
- Είναι ένας αθεράπευτος ρομαντικός.
- ↪ He's an incurable romantic.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
incurable (fr)