tchatcheuse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- tchatcheuse < θηλυκό του tchatcheur
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tchatcheuse | tchatcheuses |
tchatcheuse (fr) θηλυκό
- → δείτε τη λέξη tchatcheur