tchatcheur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tchatcheur | tchatcheurs |
θηλυκό | tchatcheuse | tchatcheuses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tchatcheur (fr)
- (πληροφορική) ο συνομιλητής μέσω ενός δικτύου
- (μεταφορικά) ο φλύαρος