κρούω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρούω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

κρούω

  1. (λόγιο) χτυπώ ένα αντικείμενο που παράγει χαρακτηριστικό ήχο
    κρούω τον κώδωνα του κινδύνου

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]