αγκειάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Ας ελεγχθεί αν έχει παθητικό τύπο. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγκειάζω < άγκειος
Ρήμα[επεξεργασία]
αγκειάζω
- (στον γ΄ ενικό) αγκειάζει, αναφορά σε τόπο προφυλαγμένο από τις καιρικές συνθήκες (αέρας / βροχή)
- πηγαίνω σε μέρος για να προστατευτώ από τις καιρικές συνθήκες
Πηγές[επεξεργασία]
- Πάπυρος - Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας Τόμος Α, έκδ. 2013, σελ. 54
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγκειάζω
|