αγοραίο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγοραίο ουδέτερο

  • (παλιότερα) αυτοκίνητο που μισθωνόταν από έναν πελάτη για να τον μεταφέρει και το τίμημα καθοριζόταν με συμφωνία ανάμεσα στον επιβάτη και τον οδηγό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

αγοραίο

  1. αγοραίος, στην αιτιατική του ενικού

αγοραίο, ουδέτερο του αγοραίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού