αείποτε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αείποτε < αεί + ποτέ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈi.po.te/

Επίρρημα[επεξεργασία]

αείποτε (χρονικό)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]