ακράδαντα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακράδαντα < ακράδαντος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
ακράδαντα
- με ακράδαντο τρόπο, σταθερά, χωρίς αμφιβολία, χωρίς κανείς να μπορεί να (με) κλονίσει
- ↪πιστεύω ακράδαντα ότι το αύριο θα είναι καλύτερο