firmly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός firmly
συγκριτικός firmlier / more firmly
υπερθετικός firmliest / most firmly

Ετυμολογία [επεξεργασία]

firmly < firm + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

firmly (en)

  • ακράδαντα, με ισχυρό ή οριστικό τρόπο
    I am firmly convinced that…
    Είμαι ακράδαντα πεπεισμένος ότι…

Πηγές[επεξεργασία]