αλλαξοπιστώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλλαξοπιστώ < αλλαξόπιστος

Ρήμα[επεξεργασία]

αλλαξοπιστώ

  • αλλάζω πίστη, μεταβάλλω τις θρησκευτικές μου κυρίως πεποιθήσεις

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]