ανάπαλιν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τανάπαλιν

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανάπαλιν < ἀνάπαλιν < ἀνά + πάλιν

Επίρρημα[επεξεργασία]

ανάπαλιν

  • παλαιότερος τύπος επιρρήματος που σήμαινε αντιστρόφως, αντιθέτως, ανάποδα. Συχνά το χρησιμοποιούσαν με οριστικό άρθρο, δηλαδή το ανάπαλιν και τ' ανάπαλιν

Μεταφράσεις[επεξεργασία]