αναποδιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.na.poˈðʝa.zo/
Ρήμα[επεξεργασία]
αναποδιάζω
- θυμώνω με κάτι και γίνομαι ανάποδος, παύω να είμαι βολικός και καλός
- (ως απρόσωπο, στο γ΄ πρόσωπο) για κάτι που ανατρέπεται, δεν βαίνει σύμφωνα με το σχεδιασμό
Κλίση[επεξεργασία]
Και μετοχή παθητικού παρακειμένου: αναποδιασμένος
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναποδιάζω | αναπόδιαζα | θα αναποδιάζω | να αναποδιάζω | αναποδιάζοντας | |
β' ενικ. | αναποδιάζεις | αναπόδιαζες | θα αναποδιάζεις | να αναποδιάζεις | αναπόδιαζε | |
γ' ενικ. | αναποδιάζει | αναπόδιαζε | θα αναποδιάζει | να αναποδιάζει | ||
α' πληθ. | αναποδιάζουμε | αναποδιάζαμε | θα αναποδιάζουμε | να αναποδιάζουμε | ||
β' πληθ. | αναποδιάζετε | αναποδιάζατε | θα αναποδιάζετε | να αναποδιάζετε | αναποδιάζετε | |
γ' πληθ. | αναποδιάζουν(ε) | αναπόδιαζαν αναποδιάζαν(ε) |
θα αναποδιάζουν(ε) | να αναποδιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναπόδιασα | θα αναποδιάσω | να αναποδιάσω | αναποδιάσει | ||
β' ενικ. | αναπόδιασες | θα αναποδιάσεις | να αναποδιάσεις | αναπόδιασε | ||
γ' ενικ. | αναπόδιασε | θα αναποδιάσει | να αναποδιάσει | |||
α' πληθ. | αναποδιάσαμε | θα αναποδιάσουμε | να αναποδιάσουμε | |||
β' πληθ. | αναποδιάσατε | θα αναποδιάσετε | να αναποδιάσετε | αναποδιάστε | ||
γ' πληθ. | αναπόδιασαν αναποδιάσαν(ε) |
θα αναποδιάσουν(ε) | να αναποδιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναποδιάσει | είχα αναποδιάσει | θα έχω αναποδιάσει | να έχω αναποδιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναποδιάσει | είχες αναποδιάσει | θα έχεις αναποδιάσει | να έχεις αναποδιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναποδιάσει | είχε αναποδιάσει | θα έχει αναποδιάσει | να έχει αναποδιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναποδιάσει | είχαμε αναποδιάσει | θα έχουμε αναποδιάσει | να έχουμε αναποδιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναποδιάσει | είχατε αναποδιάσει | θα έχετε αναποδιάσει | να έχετε αναποδιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναποδιάσει | είχαν αναποδιάσει | θα έχουν αναποδιάσει | να έχουν αναποδιάσει |
|