αντικόβω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντικόβω < μεσαιωνική ελληνική αντικόφτω < αρχαία ελληνική ἀντικόπτω < κόπτω
Ρήμα[επεξεργασία]
αντικόβω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντικόβω
|