αντιπερισπώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιπερισπώ < αρχαία ελληνική ἀντιπερισπάω / ἀντιπερισπῶ < ἀντι- + περισπάω / περισπῶ < σπάω / σπῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
αντιπερισπώ
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αντιπερισπασματικός
- αντιπερισπασμός
- αντιπερισπαστικός
- → δείτε τις λέξεις περισπώ και σπάζω