αντροφέρνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντροφέρνω < αντρο- + -φέρνω

Ρήμα[επεξεργασία]

αντροφέρνω

  1. τείνω στην ανδρική μορφή
  2. (κατ’ επέκταση), (σύνηθες) φέρομαι σαν άντρας

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]