ανωμοτί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανωμοτί < αρχαία ελληνική ἀνωμοτί < ἀνώμοτος < ὄμνυμι
Επίρρημα[επεξεργασία]
ανωμοτί
- (νομικός όρος) χωρίς όρκο, ανορκίστως, ανόρκιστα
- Ο εισαγγελέας ζήτησε να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη, (...) να ληφθούν καταθέσεις από τους γονείς του 19χρονου, αλλά και τους αυτόπτες μάρτυρες, καθώς και να κληθούν άμεσα σε ανωμοτί κατάθεση ο οδηγός και ο ελεγκτής. (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανωμοτί