ανωμοτί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανωμοτί < αρχαία ελληνική ἀνωμοτί < ἀνώμοτος < ὄμνυμι

Επίρρημα[επεξεργασία]

ανωμοτί

Μεταφράσεις[επεξεργασία]