απεικάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απεικάζω < αρχαία ελληνική ἀπεικάζω < ἀπό + εἰκάζω
Ρήμα[επεξεργασία]
απεικάζω
- εκφράζω με εικαστικά μέσα
- Στη σύνθεσή του όμως Ο μύθος της γειτονιάς μου (2001) για τη στάση «Μεταξουργείο» του αθηναϊκού μετρό απεικάζει τη βαθιά βιωματική του σχέση με το αθηναϊκό τοπίο (από άρθρο του Γιάννη Μπόλη στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 6 ΙΟυνίου 2004)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απεικάζω
|