απεραντολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀπεραντολογῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απεραντολογώ < (ελληνιστική κοινήἀπεραντολογέω / ἀπεραντολογῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

απεραντολογώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]