απολυτρωτικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απολυτρωτικά < απολυτρωτικός

Επίρρημα[επεξεργασία]

απολυτρωτικά

η θυσία του Χριστού λειτούργησε απολυτρωτικά για τους ανθρώπους

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

απολυτρωτικά