αποπαγώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποπαγώνω < απο- + παγώνω + -ση

Ρήμα[επεξεργασία]

αποπαγώνω

  1. αφαιρώ τον πάγο (π.χ. από τους δρόμους που έχουν παγώσει)
  2. ξεπαγιάζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]