ξεπαγώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεπαγώνω < ξε- στερητικό + παγώνω

ξεπαγώνω, μτχ. παθ. παρακ. ξεπαγωμένος

  1. (μεταβατικό) βγάζω τρόφιμα από την κατάψυξη και τα αφήνω για αρκετό χρόνο σε θερμοκρασία δωματίου ώστε να μπορέσω να τα μαγειρέψω
  2. (αμετάβατο)
    βγάζω το κρέας από την κατάψυξη για να ξεπαγώσει

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]