thaw

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας thaw
γ΄ ενικό ενεστώτα thaws
αόριστος thawed
παθητική μετοχή thawed
ενεργητική μετοχή thawing

thaw (en)

  1. (αμετάβατο) λιώνω (για τον πάγο)
    The ice thawed.
    Ο πάγος έλιωσε.
     συνώνυμα: melt
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) ξεπαγώνω, αποψύχω τρόφιμα ή υγρό
    Once thawed do not refreeze.
    Αν αποψυχθεί να μην επαναψυχθεί.
    When frozen food is thawed, it must be consumed immediately.
    Όταν αποψύχονται τα κατεψυγμένα τρόφιμα, πρέπει να καταναλώνονται αμέσως.
     συνώνυμα:  de-ice, defrost και unfreeze