Μετάβαση στο περιεχόμενο

melt

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας melt
γ΄ ενικό ενεστώτα melts
αόριστος melted
παθητική μετοχή melted
ενεργητική μετοχή melting

melt (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) λιώνω, η τήξη, γίνομαι ή κάνω κάτι να γίνει υγρό ως αποτέλεσμα της θέρμανσης
      The sun melted the ice cream.
    Ο ήλιος έλιωσε το παγωτό.
      There’s a risk of coastal cities flooding from melting ice.
    Υπάρχει κίνδυνος να πλημμυρίσουν οι παραθαλάσσιες πόλεις από την τήξη των πάγων.