melting

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

melting (en)

  1. που ενδίδει, υποκύπτει σε πάθη κ.λπ.
  2. ποτ ρευστοποιείται, μεταβαίνει σε υγρή κατάσταση

Μετοχή[επεξεργασία]

melting (en)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

melting (en)