melting
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
melting (en)
- που ενδίδει, υποκύπτει σε πάθη κ.λπ.
- ποτ ρευστοποιείται, μεταβαίνει σε υγρή κατάσταση
Μετοχή[επεξεργασία]
melting (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
melting (en)
- η ρευστοποίηση, το λιώσιμο, η υγροποίηση