melting
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | melting |
συγκριτικός | more melting |
υπερθετικός | most melting |
melting (en) (συνήθως πριν από το ουσιαστικό, λογοτεχνικό)
- τρυφερός, που με πείθει να νιώσω αγάπη ή συμπάθεια
- ⮡ with a melting voice - με τρυφερή φωνή
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]melting (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του melt