unfreeze
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | unfreeze |
γ΄ ενικό ενεστώτα | unfreezes |
αόριστος | unfroze |
παθητική μετοχή | unfrozen |
ενεργητική μετοχή | unfreezing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]unfreeze (en)