αποστέργω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποστέργω < αρχαία ελληνική ἀποστέργω < ἀπὁ + στέργω
Ρήμα[επεξεργασία]
αποστέργω
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποστέργω | απέστεργα | θα αποστέργω | να αποστέργω | αποστέργοντας | |
β' ενικ. | αποστέργεις | απέστεργες | θα αποστέργεις | να αποστέργεις | απόστεργε | |
γ' ενικ. | αποστέργει | απέστεργε | θα αποστέργει | να αποστέργει | ||
α' πληθ. | αποστέργουμε | αποστέργαμε | θα αποστέργουμε | να αποστέργουμε | ||
β' πληθ. | αποστέργετε | αποστέργατε | θα αποστέργετε | να αποστέργετε | αποστέργετε | |
γ' πληθ. | αποστέργουν(ε) | απέστεργαν αποστέργαν(ε) |
θα αποστέργουν(ε) | να αποστέργουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απέστερξα | θα αποστέρξω | να αποστέρξω | αποστέρξει | ||
β' ενικ. | απέστερξες | θα αποστέρξεις | να αποστέρξεις | απόστερξε | ||
γ' ενικ. | απέστερξε | θα αποστέρξει | να αποστέρξει | |||
α' πληθ. | αποστέρξαμε | θα αποστέρξουμε | να αποστέρξουμε | |||
β' πληθ. | αποστέρξατε | θα αποστέρξετε | να αποστέρξετε | αποστέρξτε | ||
γ' πληθ. | απέστερξαν αποστέρξαν(ε) |
θα αποστέρξουν(ε) | να αποστέρξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποστέρξει | είχα αποστέρξει | θα έχω αποστέρξει | να έχω αποστέρξει | ||
β' ενικ. | έχεις αποστέρξει | είχες αποστέρξει | θα έχεις αποστέρξει | να έχεις αποστέρξει | ||
γ' ενικ. | έχει αποστέρξει | είχε αποστέρξει | θα έχει αποστέρξει | να έχει αποστέρξει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποστέρξει | είχαμε αποστέρξει | θα έχουμε αποστέρξει | να έχουμε αποστέρξει | ||
β' πληθ. | έχετε αποστέρξει | είχατε αποστέρξει | θα έχετε αποστέρξει | να έχετε αποστέρξει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποστέρξει | είχαν αποστέρξει | θα έχουν αποστέρξει | να έχουν αποστέρξει |
|