αποσώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποσώνω < αρχαία ελληνική ἀποσώζω
Ρήμα[επεξεργασία]
αποσώνω
- αποτελειώνω κάτι
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποσώνω | απόσωνα | θα αποσώνω | να αποσώνω | αποσώνοντας | |
β' ενικ. | αποσώνεις | απόσωνες | θα αποσώνεις | να αποσώνεις | απόσωνε | |
γ' ενικ. | αποσώνει | απόσωνε | θα αποσώνει | να αποσώνει | ||
α' πληθ. | αποσώνουμε | αποσώναμε | θα αποσώνουμε | να αποσώνουμε | ||
β' πληθ. | αποσώνετε | αποσώνατε | θα αποσώνετε | να αποσώνετε | αποσώνετε | |
γ' πληθ. | αποσώνουν(ε) | απόσωναν αποσώναν(ε) |
θα αποσώνουν(ε) | να αποσώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απόσωσα | θα αποσώσω | να αποσώσω | αποσώσει | ||
β' ενικ. | απόσωσες | θα αποσώσεις | να αποσώσεις | απόσωσε | ||
γ' ενικ. | απόσωσε | θα αποσώσει | να αποσώσει | |||
α' πληθ. | αποσώσαμε | θα αποσώσουμε | να αποσώσουμε | |||
β' πληθ. | αποσώσατε | θα αποσώσετε | να αποσώσετε | αποσώστε | ||
γ' πληθ. | απόσωσαν αποσώσαν(ε) |
θα αποσώσουν(ε) | να αποσώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποσώσει | είχα αποσώσει | θα έχω αποσώσει | να έχω αποσώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποσώσει | είχες αποσώσει | θα έχεις αποσώσει | να έχεις αποσώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποσώσει | είχε αποσώσει | θα έχει αποσώσει | να έχει αποσώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποσώσει | είχαμε αποσώσει | θα έχουμε αποσώσει | να έχουμε αποσώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποσώσει | είχατε αποσώσει | θα έχετε αποσώσει | να έχετε αποσώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποσώσει | είχαν αποσώσει | θα έχουν αποσώσει | να έχουν αποσώσει |
|