από μέρα σε μέρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

→ δείτε τις λέξεις από, σε και μέρα στην αιτιατική ενικού

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /apo‿ˈmeɾa se‿ˈmeɾa/

Έκφραση[επεξεργασία]

από μέρα σε μέρα

  • για γεγονός που θα συμβεί, ή θα ολοκληρωθεί στις αμέσως επόμενες ημέρες, ή που καθημερινά αναβάλλεται
    τον περιμένω από μέρα σε μέρα
    η σύσκεψη αναβάλλεται από μέρα σε μέρα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]