ασκηταριά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ασκηταριά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ασκηταριό
Δείτε επίσης : ασκητήρια |
ασκηταριά