βαφτισιμιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
βαφτισιμιά < θηλυκό του βαφτισιμιός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαφτισιμιά θηλυκό
- → δείτε τη λέξη βαφτισιμιός
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαφτισιμιά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
βαφτισιμιά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βαφτισιμιό