βοτανολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βοτανολογώ < βοτανολόγος +

βοτανολογώ

  1. είμαι βοτανολόγος
  2. ξεβοτανίζω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]