Μετάβαση στο περιεχόμενο

ξεβοτανίζω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξεβοτανίζω < (ελληνιστική κοινή) ἐκβοτανίζω < ἐκ (ξε-) + βοτανίζω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kse.vo.taˈni.zo/

ξεβοτανίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]