βοτάνι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βοτάνι | τα | βοτάνια |
γενική | του | βοτανιού | των | βοτανιών |
αιτιατική | το | βοτάνι | τα | βοτάνια |
κλητική | βοτάνι | βοτάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βοτάνι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βοτάνι ουδέτερο
- φυτό με φαρμακευτικές ιδιότητες
- Αυτό το βοτάνι θα σε κάνει καλά.
- άγνωστο φυτό με μαγικές ικανότητες
- Αυτός σήμερα ξαφνικά είναι τόσο δημιουργικός, που ίσως πήρε το βοτάνι της δημιουργικότητας!
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βοτάνι
|