βότανο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βότανο | τα | βότανα |
γενική | του | βότανου & βοτάνου |
των | βότανων & βοτάνων |
αιτιατική | το | βότανο | τα | βότανα |
κλητική | βότανο | βότανα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βότανο < μεσαιωνική ελληνική βότανον < αρχαία ελληνική βοτάνη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βότανο ουδέτερο
- ποώδες φυτό
- (ειδικότερα) φυτό με φαρμακευτικές ιδιότητες
- (κατʼ επέκταση) τμήμα φυτού με φαρμακευτικές ιδιότητες, συνήθως αποξηραμένο, αλλά και το υγρό παρασκεύασμα που φτιάχνεται από αυτό (αφέψημα, εκχύλισμα κλπ.)
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βότανο
|