Μετάβαση στο περιεχόμενο

Kraut

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Kraut die Kräuter
γενική des Krautes
Krauts
der Kräuter
δοτική dem Kraut
Kraute
den Kräutern
αιτιατική das Kraut die Kräuter

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Kraut < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Kraut ουδέτερο

  1. βότανο
  2. φυτό που χρησμοποιείται στη μαγειρική ως μυρωδικό
  3. χορταρικό


Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Kraut αρσενικό ή θηλυκό

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Kraut < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Kraut αρσενικό ή θηλυκό

  • Cogniomi italiani, codiceinverso.it, ανακτήθηκε στις 23/8/2023



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Kraut < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Kraut αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Kraut < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Kraut αρσενικό ή θηλυκό

  • Priimki (G-L), Slovenija, letno, Vlada Republike Slovenije Statistični Urad Republike Slovenije (Επώνυμα (G-L), ετήσια, Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, Στατιστική Υπηρεσία της Δημοκρατίας της Σλοβενίας), ανακτήθηκε 16/9/2023, CC BY 4.0