Kraut
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Kraut | die | Kräuter |
γενική | des | Krautes Krauts |
der | Kräuter |
δοτική | dem | Kraut Kraute |
den | Kräutern |
αιτιατική | das | Kraut | die | Kräuter |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Kraut < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Kraut ουδέτερο
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Kraut αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Kraut < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Kraut αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Kraut < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Kraut αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden
Σλοβενικά (sl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Kraut < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Kraut αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά ουδέτερα (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Κύρια ονόματα (γερμανικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (γερμανικά)
- Κύρια ονόματα (ιταλικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (ιταλικά)
- Κύρια ονόματα (σουηδικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (σουηδικά)
- Κύρια ονόματα (σλοβενικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (σλοβενικά)