βραχνιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βραχνιάζω < βραχνός

Ρήμα[επεξεργασία]

βραχνιάζω, πρτ.: βράχνιαζα, στ.μέλλ.: θα βραχνιάσω, αόρ.: βράχνιασα, μτχ.π.π.: βραχνιασμένος

  1. γίνομαι βραχνός, αποκτώ βραχνή φωνή
  2. (σε σχήμα υπερβολής) επαναλαμβάνω κάτι πολλές φορές

Μεταφράσεις[επεξεργασία]