βρε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βρε < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βρέ
Επιφώνημα[επεξεργασία]
βρε! (και επαναλαμβανόμενο)
- ανάλογα με τον τρόπο που λέγεται δηλώνει αντίστοιχα βρισιά, περιφρόνηση, θαυμασμό αλλά και οικειότητα όπως
- βρε, βρε, βρε! Καλώς τους! Πώς από δω;
- βρε παλιάνθρωπε, βρε απατεώνα (βρισιά)
- βρε τι είναι αυτά που μου τσαμπουνάς! (μωρέ τι ανοησίες είναι αυτές που μου λες!) - (περιφρόνηση)
- βρε, μπας σε καλό σου (μωρέ, να σου βγει σε καλό) (θαυμασμό)
- βρε συ, πάρε μου βγαίνοντας μια εφημερίδα (οικειότητα)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μωρέ