γήιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γήιος < γῆ

Επίθετο[επεξεργασία]

γήιος (και γήϊος)

  1. αυτός που είναι στην ξηρά
  2. γήινος


Συγγενικά[επεξεργασία]